- συμμαθητής
- συμμαθητήςfellow-disciplemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμμαθητής — ο, θηλ. συμμαθήτρια, ΝΑ φοιτώ σε σχολείο μαζί με άλλον ή με άλλους αρχ. 1. αυτός που μαθητεύει μαζί με άλλον στον ίδιο δάσκαλο, που μαθαίνει μια τέχνη στον ίδιο δάσκαλο μαζί με άλλον ή με άλλους 2. χαρακτηρισμός τών αποστόλων ως μαθητών τού ίδιου … Dictionary of Greek
συμμαθητής — ο θηλ. συμμαθήτρια ο μαζί με άλλον ή άλλους μαθητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμαθηταῖς — συμμαθητής fellow disciple masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαθηταί — συμμαθητής fellow disciple masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαθητοῦ — συμμαθητής fellow disciple masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαθητῇ — συμμαθητής fellow disciple masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαθητήν — συμμαθητής fellow disciple masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαθητῶν — συμμαθητής fellow disciple masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
συμμαθητεία — η, Ν [συμμαθητεύω] 1. η ιδιότητα τού συμμαθητή, το να είναι κανείς συμμαθητής κάποιου 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι κανείς συμμαθητής κάποιου … Dictionary of Greek